θεολογώ — θεολόγησα 1. ασχολούμαι με τη θεολογία. 2. μιλώ για το Θεό και τα θεία πράγματα: Οι Τούρκοι έμπαιναν στην Πόλη και οι Βυζαντινοί θεολογούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεολογῶ — θεολογέω discourse on the gods and cosmology pres subj act 1st sg (attic epic doric) θεολογέω discourse on the gods and cosmology pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολόγῳ — θεόλογος one who discourses of the gods masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολόγωι — θεολόγῳ , θεόλογος one who discourses of the gods masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богословьць — БОГОСЛОВЬЦ|Ь (303), А с. Богослов, теолог, проповедник христианского учения: ˫ако же велить великыи б҃ословець григории. КР 1284, 88а; Григории великыи б҃ословець. бы(с) ѡ(т) страны каподокиискы˫а. ПрЛ XIII, 138г; ˫акоже вѣщаѥть Б҃ословець… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αθεολόγητος — η, ο [θεολογώ] αυτός που δεν διδάχθηκε θεολογία ή δεν κατέχει τη θεολογία … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
ιερολογώ — (ΑΜ ἱερολογῶ, έω, Α ιων. τ. ἱρολογῶ) [ιερολόγος] 1. συζητώ θρησκευτικά θέματα, θεολογώ 2. (για ιερείς) ευλογώ, τελώ ιερολογία … Dictionary of Greek
συνεπώνυμος — ον, Μ [ἐπώνυμος] γνωστός με την ίδια επωνυμία με κάποιον άλλο («ὁ συνεπώνυμος τούτῳ [τῷ Ἰωάννῃ τῷ Θεολόγῳ] Γρηγόριος», Αρέθ.) … Dictionary of Greek